Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
γαλλιστί — (Μ γαλλιστί) επίρρ. 1. στη γαλλική γλώσσα 2. σύμφωνα με τον τρόπο που χρησιμοποιούν οι Γάλλοι … Dictionary of Greek